ακατάγγελτος

ακατάγγελτος
-η, -ο
εκείνος που δεν καταγγέλθηκε: Η κλοπή έμεινε ακατάγγελτη στις αρχές. – Η εμπορική σύμβαση ανάμεσα στις δυο χώρες είναι ακόμη ακατάγγελτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακατάγγελτος — η, ο (Α ἀκατάγγελτος, ον) [καταγγέλλω] νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια παράβαση 2. (για σύμβαση) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η λύση της αρχ. αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο ακήρυκτος… …   Dictionary of Greek

  • ἀκατάγγελτον — ἀκατάγγελτος unproclaimed masc/fem acc sg ἀκατάγγελτος unproclaimed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταγγέλτῳ — ἀκατάγγελτος unproclaimed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”